Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

Η εργασία για την Αρχαιολογία των Σπηλαίων (Μεσαίωνας και Νεότεροι Χρόνοι)



Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης
των μαθητών της Α’ Τάξης του 53ου Γενικού Λυκείου Αθηνών
για το σχολικό έτος 2014-15 με τίτλο:

«Σπήλαια – Η αγκαλιά της Γης»



ΘΕΜΑ: Η Αρχαιολογία των Σπηλαίων
  (Μεσαίωνας και Νεότεροι Χρόνοι)


Εργασία των παρακάτω μαθητριών της Α’ Τάξης:

Μάκου Κωνσταντίνα
Ρουσάκη Μαρία





Αθήνα 2015



Περιεχόμενα


   1.     Εισαγωγή                                                             
   2.     Η χρήση των σπηλαίων κατά τους
      Βυζαντινούς χρόνους                                           
   3.     Η χρήση των σπηλαίων κατά την Τουρκοκρατία    
   4.     Σπήλαια που παρουσιάζουν μεγάλο
      αρχαιολογικό ενδιαφέρον για τον ελληνικό
      Μεσαίωνα και τους Νεότερους Χρόνους            

  • Σπήλαιο Αγίου Ανδρέα Ακαρνανίας          
  • Μέγα Σπήλαιο Καλαβρύτων                      
  • Σπήλαιο Κρυονερίδας Χανίων                   
  • Σπήλαιο Κύκλωπα Πολύφημου                           
  • Σπήλαιο Μελιδονίου Ρεθύμνης                            
  • Σπήλαιο Μιλάτου                                       
  • Σπήλαιο Νταβέλη                                      
  • Σπήλαιο Χαϊνόσπηλιος                              

   5.     Βιβλιογραφία
   6.     Υποσημειώσεις                                                    
















Εισαγωγή


Ήδη από τα χρόνια της Προϊστορίας, τα σπήλαια συνδέονταν με λατρευτικές πρακτικές και τελετουργίες , είτε σε σχέση με την οργανωμένη θρησκεία, όπως στην μινωική Κρήτη είτε σε σχέση με την ιδιωτική λατρεία, όπως πιθανότατα σε παλαιότερες εποχές. Η σύνδεση των σπηλαίων με τη λατρεία, είτε ιδιωτική είτε δημόσια συνεχίστηκε, ίσως εντάθηκε, κατά τους ιστορικούς χρόνους σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο αφού πλέον σχετίστηκε με την μαντεία, την μυθολογία και διάφορες τοπικές παραδόσεις.




Η χρήση των σπηλαίων κατά τους Βυζαντινούς Χρόνους


Με την επικράτηση της Χριστιανικής θρησκείας τα σπήλαια παύουν πλέον να αποτελούν χώρο για την συλλογική παγανιστική ή χριστιανική λατρεία , καθώς με την επικράτηση του αυτοκράτορα Θεοδόσιου Α’ απαγορεύτηκε η χρήση τους στα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. Κατά κάποιο τρόπο τα σπήλαια και οι κάθε λογής τεχνητές ή φυσικές κατακόμβες χρησιμοποιήθηκαν και σαν εκκλησίες ήδη από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού, στην λεγόμενη περίοδο των διωγμών, όταν οι χριστιανοί είχαν ανάγκη από έναν χώρο τέλεσης της λειτουργίας τους και της προσευχής τους μακριά από τα βλέμματα των αυτοκρατορικών υπαλλήλων που τους κατεδίωκαν[1].
Μετέπειτα στην Βυζαντινή περίοδο οι ασκητές και οι ερημίτες επέλεξαν τα σπήλαια ως έναν τόπο προσευχής αλλά και στέγασης της ζωής και της θρησκείας τους και σε μερικές περιπτώσεις στην ταφή των νεκρών τους[2]. Επίσης , στα σπήλαια οικοδομήθηκαν εσωτερικές εκκλησίες στον πρώτο θάλαμο και στην είσοδο των σπηλαίων[3]. Στους χρόνους του Ιουστινιανού , υπήρξε η μεγαλύτερη προσπάθεια να μετατρέψουν τα αρχαία λατρευτικά σπήλαια σε χριστιανικούς ναούς. Τα σπήλαια, μετά την εξάλειψη των αρχαίων θεοτήτων χρησιμοποιήθηκαν καθαυτού για την χριστιανική λατρεία. Στους τοίχους τους αγιογραφήθηκαν αντιπροσωπευτικά δείγματα χριστιανικής θρησκευτικής τέχνης, όπως παρατηρούμε στις  Πρέσπες και τα Μετέωρα.





Η χρήση των σπηλαίων κατά την Τουρκοκρατία


Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας οι χριστιανοί  χρησιμοποιούσαν τα σπήλαια ως μέσο φύλαξης των αγίων εικόνων για να τις διαφυλάξουν από καταστροφές και λεηλασίες . Στα μετέπειτα χρόνια , όταν έβρισκαν τέτοιες εικόνες σε διάφορα σπήλαια τα θεωρούσαν θαύματα και πολλές φορές χρησιμοποιούσαν το σπήλαιο ως μικρό ναό. Χαρακτηριστικά παραδείγματα στην Ελλάδα είναι το Μέγα Σπήλαιο στα Καλάβρυτα Αχαΐας και το Σπήλαιο της Αποκάλυψης στην Πάτμο. Στα σπήλαια αυτά είναι σημαντική η ύπαρξη νερού μέχρι και σήμερα αφού θεωρείται αγίασμα.
Συχνά βέβαια αυτά τα σπήλαια χρησιμοποιήθηκαν ως καταφύγια για τους πληθυσμούς που αντιμετώπιζαν κίνδυνο τουρκικών επιθέσεων και σφαγών κατά τις διάφορες τοπικές εξεγέρσεις. Άλλα χρησιμοποιήθηκαν ως ορμητήρια πειρατικών επιδρομών ιδιαίτερα στα νησιά του Αιγαίου (Μήλος κτλ.), όπου είχαν τη βάση τους Ευρωπαίοι, Έλληνες ή Μουσουλμάνοι πειρατές των οποίων η δράση κατά τον 16ο – 17ο αι. είχε φτάσει στο απόγειο. Πολύ καθοριστικότερος όμως ήταν ο ρόλος τους  ως βασικά ορμητήρια των Κλεφτών και Αρματολών κατά τα προεπαναστατικά χρόνια, όταν και οι ένοπλες αυτές ομάδες των υποδούλων αντιστέκονταν στην τουρκική καταπίεση και προετοιμάζονταν για τον μεγάλο επαναστατικό αγώνα[4].


Η χρήση των σπηλαίων κατά την Επανάσταση
και τον υπόλοιπο 19ο αι.

Κατά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, πολλά σπήλαια του Μοριά, της Ρούμελης, της Ηπείρου και της Κρήτης χρησίμευσαν ως καταφύγιο για τους διωκόμενους από τους Τούρκους πληθυσμούς, αλλά και ως λημέρια των ενόπλων επαναστατικών ομάδων, όπως και την προηγούμενη περίοδο. Σε μερικά από αυτά γράφτηκαν ένδοξες σελίδες ηρωισμού και αυτοθυσίας των Ελλήνων που επέλεξαν να μην προσκυνήσουν τους Τούρκους, όπως συνέβη π.χ. στα σπήλαια Μελιδονίου στο Ρέθυμνο και Μιλάτου στο Λασίθι[5]. Μετά την Επανάσταση, στο Νέο Ελληνικό Κράτος, κάποια από αυτά αξιοποιήθηκαν ως καταφύγιο ληστών που επέλεγαν την ζωή ως παράνομοι, συνεχίζοντας υπό άλλες συνθήκες και για άλλους λόγους την κλέφτικη παράδοση. Επιπλέον, όπως συνέβαινε ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους, αγρότες και κτηνοτρόφοι επέλεγαν τα σπήλαια ως εποχιακούς χώρους σταβλισμού ζώων (στάνες) και αποθήκευσης τυροκομικών συνήθως προϊόντων, χρήση που συνεχίζεται ακόμη και  σήμερα στην ελληνική ύπαιθρο[6].
Στα σπήλαια, οι άνθρωποι κατά την διάρκεια της παραμονής τους, έκαναν αισθητή την παρουσία τους χαράσσοντας τα αρχικά τους ή άλλα συνθήματα πράγμα που είναι συνηθισμένο στα σημερινά χρόνια. Όμως, στα σπήλαια βρίσκουμε και δείγματα λαϊκής τέχνης όπως διάφορες απεικονίσεις ζώων στα τοιχώματα ή στις οροφές των σπηλαίων, πράγμα που όμως είναι σπάνιο.



Σπήλαια που παρουσιάζουν μεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον για τον ελληνικό Μεσαίωνα και τους Νεότερους Χρόνους

Είναι γνωστό, ότι τα σπήλαια μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τον πολιτισμό μας ανάμεσα στους αιώνες από την « αρχή του κόσμου » μέχρι την σημερινή εποχή. Άρα είναι ορθό να θεωρούμε ότι τα σπήλαια αποτελούν ένα αναπόσπαστο μέρος της πολιτιστικής και αρχαιολογικής μας κληρονομιάς και προστατεύονται από τις αντίστοιχες διεθνείς συμβάσεις. Στη συνέχεια παραθέτουμε την ιστορία και αρχαιολογία μερικών από τα σημαντικότερα σπήλαια της Ελλάδος στα οποία διαδραματίστηκαν σημαντικά γεγονότα κατά το Μεσαίωνα και τους Νεότερους Χρόνους.



Σπήλαιο Αγίου Ανδρέα Ακαρνανίας 

Σπήλαιο Αγίου Ανδρέα, Αιτωλοακαρνανία

Πάνω από την τεχνητή λίμνη των Κρεμαστών, στα βορειοανατολικά του Ακαρνανικού όρους στη θέση Κανάλα (υψόμετρο 1520μ.), περίπου 4 χλμ. βόρεια του χωριού Χαλκιόπουλοι, βρίσκεται το σπήλαιο Άγιος Ανδρέας, όπου ασκήτεψε στο πρώτο μισό του 13ου αιώνα ο ονομαστός όσιος της περιοχής Ανδρέας ο Ερημίτης. Το σπήλαιο έχει μικρό πλάτος και ύψος (περίπου 5μ. στην είσοδο) και βάθος (περίπου 200μ.). Σε απόσταση δώδεκα μέτρων από την είσοδο υπάρχει χτιστή κόγχη, που σε συνδυασμό με πρόχειρο νέο τέμπλο δημιουργούν τον χώρο του ιερού. Το σωζόμενο εικονογραφικό πρόγραμμα διατηρείται σε καλή σχετικά κατάσταση (μέσα ή δεύτερο μισό του 14ου αι.)[7].
  

Μέγα Σπήλαιο Καλαβρύτων

Μονή Μεγάλου Σπηλαίου, Αχαΐα
Το Μέγα Σπήλαιο είναι ιστορικό μοναστήρι των Καλαβρύτων. Ένα από τα σπουδαιότερα προσκυνήματα της Ορθοδοξίας στον Ελληνικό χώρο. Το Μέγα Σπήλαιο έπαιξε σημαντικό ρόλο στις εξεγέρσεις κατά των Τούρκων. Το 1770 ο μητροπολίτης Πατρών Παρθένιος επικεφαλής ενόπλων πολιόρκησε τα Καλάβρυτα. Τότε ο ηγούμενος της Μονής Μ. Σπηλαίου με άλλους μοναχούς και με τον σταυρό ανά χείρας πήγε στα Καλάβρυτα όπου μεσολαβώντας κατόρθωσε να παύσει η πολιορκία και να αποχωρήσουν ασφαλείς οι Τουρκικές οικογένειες. Χάρη σ' αυτή την πράξη του ηγουμένου, όταν κατόπιν κατεστάλη η επανάσταση και ορδές Αλβανών λεηλατούσαν την Πελοπόννησο, η Μονή κατόρθωσε να διασωθεί και ταυτόχρονα να σώσει και πολλές ζωές Ελλήνων.
Κατά την Επανάσταση του 1821 η Μονή αποτέλεσε φάρο της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού αλλά και κέντρο αντίστασης κατά των κατακτητών και παρότι δέχτηκε πολλές επιθέσεις, ποτέ δεν κατακτήθηκε. Το γεγονός που ξεχώρισε ήταν η απόκρουση της επέλασης του Ιμπραήμ τον Ιούνιο του 1827. Ιστορική ήταν η απάντηση του τότε ηγούμενου Δαμασκηνού στους Τούρκους: «… δια να προσκυνήσωμεν είναι αδύνατον… αν έλθεις εδώ να μας πολεμήσεις και μας νικήσεις, δεν είναι μεγάλο κακόν, διότι θα νικήσεις παπάδες, αν όμως νικηθείς… θα είναι εντροπή σου…». Και πραγματικά αναγκάσθηκε να αποσυρθεί χάρη στη γενναία άμυνα από τους Πετμεζαίους και τον Φωτάκο.[8]
Στους νεότερους χρόνους καταστράφηκε πάλι από πυρκαγιά και ανοικοδομήθηκε το 1937, έχοντας τεθεί υπό την αιγίδα του Βασιλέως Γεωργίου Β΄ που θεμελίωσε και τη νέα πτέρυγα. Το Δεκέμβριο του 1943 τα Ναζιστικά στρατεύματα λεηλάτησαν το μοναστήρι και εκτέλεσαν 16 άτομα, επισκέπτες, υποτακτικούς αλλά και μοναχούς. Ακόμη εννέα μοναχοί εκτελέστηκαν στη θέση Ψηλός Σταυρός. Τα εναπομείναντα κελιά από την πυρκαγιά του 1934, πυρπολήθηκαν. Μετά τον πόλεμο ανεγέρθηκαν νέα κτίρια.


Σπήλαιο Κρυονερίδας Χανίων

Σπήλαιο Κρυονερίδας, Χανιά

Το σπήλαιο της Κρυονερίδας βρίσκεται στη χαράδρα Λαγγός του νομού Χανίων σε υψόμετρο 230m. Το σπήλαιο δεν έχει ιδιαίτερη σπηλαιολογική αξία, αλλά έχει τεράστια ιστορική σημασία, καθώς εδώ βρήκαν τραγικό θάνατο οι κάτοικοι του χωριού Βαφές το 1821. Η είσοδος του σπηλαίου έχει πλάτος 1.8m και ύψος 1.5m. Αποτελείται από τέσσερις αίθουσες, εκ των οποίων μεγαλύτερη είναι η πρώτη, ενώ στη δεύτερη υπάρχουν τα οστά των θυμάτων της τουρκικής θηριωδίας. Στη τελευταία αίθουσα υπάρχει πηγή με νερό, από το οποίο πήρε και το όνομα του το σπήλαιο.
Εδώ τον Αύγουστο του 1821, 130 άμαχοι κάτοικοι του Βαφέ βρήκαν καταφύγιο από τους Τούρκους που τους κυνηγούσαν. Λέγεται ότι, όταν κάποια στιγμή κάποιοι Τούρκοι πλησίασαν κοντά, ακούστηκε από το σπήλαιο το κλάμα ενός μωρού. Έτσι οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν που βρίσκονται και προσπάθησαν να μπουν. Όμως, η σπηλιά έχει στενή είσοδο και μόνον ένας άντρας χωρά να μπει τη φορά και αυτός έρποντας. Έτσι, οι πρώτοι Τούρκοι σκοτώθηκαν από τα γυναικόπαιδα, που λυσσαλέα και χωρίς όπλα σκότωναν τους εισβολείς. Μην έχοντας άλλη επιλογή, οι Τούρκοι εξόντωσαν με τον ίδιο τρόπο που εξολόθρευσαν τους χριστιανούς στο σπήλαιο του Μελιδονίου. Μάζεψαν δηλαδή κλαδιά και ξύλα στην είσοδο του σπηλαίου, άναψαν φωτιά και οι πολιορκούμενοι πέθαναν από ασφυξία, ενώ μόνον εφτά από αυτούς επέζησαν.


Σπήλαιο Κύκλωπα Πολύφημου

Σπήλαιο Κύκλωπα Πολύφημου, Κομοτηνή

Στο νομό Ροδόπης, περίπου 30χλμ. νότια της Κομοτηνής, στο όρος Ίσμαρος, βρίσκεται το σπήλαιο της Μαρώνειας, πλούσιο σε σταλακτιτικό και σταλαγμιτικό διάκοσμο. Η αναφορά στους Κίκονες και το Μάρωνα, ιερέα του Απόλλωνα στην πόλη Ίσμαρο, στην Οδύσσεια, οδήγησαν στη σύνδεση του σπηλαίου με το επεισόδιο της τύφλωσης του κύκλωπα Πολυφήμου από τον Οδυσσέα (ι352-452) και στην ονομασία του ως σπήλαιο του «Κύκλωπα» ή του «Πολυφήμου».
Παρουσιάζει επιμήκη μορφή με κατεύθυνση Βορρά-Νότο, έχει συνολικό μήκος περίπου 350μ., ενώ το πλάτος του κυμαίνεται μεταξύ 15 και 50μ. Υπάρχουν δύο φυσικά ανοίγματα εισόδου και πολλές αίθουσες. Η πρώτη χρήση του σπηλαίου ανάγεται στη Νεότερη Νεολιθική περίοδο και τους χρόνους της Πρώιμης Χαλκοκρατίας. Κατά την ύστερη αρχαιότητα, όπως καταδεικνύουν τα άφθονα θραύσματα εμπορικών αμφορέων, αποτέλεσε χώρο αποθήκευσης του κρασιού που παραγόταν στην περιοχή. Στους βυζαντινούς χρόνους, στα τέλη του 12ου και στο 13ο αι. μ.Χ., υπάρχει μία οργανωμένη εγκατάσταση, τουλάχιστον στις δύο μεγαλύτερες αίθουσες του, η οποία πιθανότατα μεσολαβεί ανάμεσα στην εγκατάλειψη της παραλιακής Παληόχωρας και την ίδρυση της νέας Μαρώνειας. Κατά τους ταραγμένους χρόνους των πρώτων εμφυλίων πολέμων ανάμεσα στους Παλαιολόγους, εποχή που οι Καταλανοί επιδρομείς λυμαίνονται τα θρακικά παράλια, το σπήλαιο προσέφερε καταφύγιο στους κατοίκους της Μαρώνειας, χρήση που συνήθως είχαν τα σπήλαια κατά το Μεσαίωνα και τους Νεότερους Χρόνους.
Οι πρώτες ανασκαφικές έρευνες πραγματοποιήθηκαν κατά το 1969 και 1971 υπό την επίβλεψη του Ευ. Τσιμπίδη-Πεντάζου. Από το 2006 και εξής ανασκάπτεται από την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας - Σπηλαιολογίας Β. Ελλάδος[9].



Σπήλαιο Μελιδονιού Ρεθύμνης

Σπήλαιο Μελιδονίου, Ρέθυμνο

Το σπήλαιο του Μελιδονιού υπήρξε σημαντικός σταθμός κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Πιο συγκεκριμένα, τον Οκτώβριο του 1823, 340 γυναικόπαιδα και 30 άντρες από το Μελιδόνι οχυρώθηκαν στο σπήλαιο για να αποφύγουν τον τούρκικο στρατό που εγκαταστάθηκε στο χωριό τους, για να περάσει το χειμώνα. Όταν ο Χουσεΐν Μπέης πληροφορήθηκε για την κρυψώνα τους, κύκλωσε το σπήλαιο και ζήτησε από τους κρητικούς να παραδοθούν, εκείνοι όμως αρνήθηκαν.
Έως το Γενάρη του 1824, οι Τούρκοι έκαναν πολλές αποτυχημένες εφόδους για να καταλάβουν το σπήλαιο. Έτσι, αποφάσισαν να φράξουν με κλαδιά και άλλες εύφλεκτες ύλες την είσοδο του Σπηλαίου και, στη συνέχεια, έβαλαν φωτιά. Όλα τα γυναικόπαιδα και οι πολεμιστές βρήκαν τραγικό θάνατο από ασφυξία που προκάλεσε ο καπνός. Στη κεντρική αίθουσα του σπηλαίου έχει τοποθετηθεί οστεοφυλάκιο, με τα κόκαλα των ηρώων, που θυμίζει το δράμα του σπηλαίου του Μελιδονίου[10].


Σπήλαιο Μιλάτου Λασιθίου

Σπήλαιο Μιλάτου, Λασίθι

Το σπήλαιο της Μιλάτου είναι ένα από τα ιστορικότερα σπήλαια της Ελλάδος, καθώς σε αυτό γράφτηκε μια ακόμη αιματοβαμμένη σελίδα στο βιβλίο της Κρητικής ιστορίας. Είναι ένα μικρό σπήλαιο, με περιορισμένο σπηλαιοδιάκοσμο, αλλά τεράστια ιστορία και μαγευτική θέα στα παράλια της Μιλάτου. Είναι γνωστό για την τραγωδία που έλαβε χώρο τον Φεβρουάριο του 1823. Το χειμώνα του 1822-23, ο Χασάν Πασάς κατάστρεψε και ερήμωσε το Οροπέδιο Λασιθίου. Έπειτα, επέδραμε στην περιοχή του Μιραμπέλλου και οι κάτοικοι, προβλέποντας την καταστροφική του μανία, κατέφευγαν σε σπηλιές. Ένας Τούρκος από τη Βουλισμένη, ο Τερζαλής ή Ντερές, πληροφόρησε τον Χασάν Πασά ότι οι κάτοικοι είχαν καταφύγει στο σπήλαιο της Μιλάτου.
Η πολιορκία των Τούρκων άρχισε στις 3 Φεβρουαρίου 1823 και διήρκεσε πολλές μέρες. Οι πολιορκημένοι, περίπου 1000 άτομα, εκτός από τους Τούρκους, είχαν να αντιμετωπίσουν τη δίψα, την πείνα και την οσμή από τα πτώματα των γέρων που πέθαιναν. Λένε επίσης, ότι 40 παιδιά γεννήθηκαν στο σπήλαιο της μέρες της πολιορκίας. Στις 15 Φεβρουαρίου, οι Τούρκοι άναψαν φωτιά στην είσοδο του σπηλαίου, με αποτέλεσμα να γεμίσει από καπνούς. Δημιουργήθηκε αποπνικτική ατμόσφαιρα και οι πολιορκημένοι αναγκάστηκαν σε έξοδο. Οι πρώτοι που βγήκαν ήταν οι πολεμιστές.
Οι Τούρκοι, παρά τις αρχικές διαβεβαιώσεις του Χασάν Πασά, έσφαξαν 30 πολεμιστές και, τα γυναικόπαιδα έντρομα άρχισαν να τρέχουν. Με σχοινιά και αλυσίδες έδεναν όσους έπιαναν και τους οδηγούσαν στη Νεάπολη. Τις γυναίκες τις έδεναν μεταξύ τους με τις πλεξούδες τους και η πιο όμορφη δώθηκε σκλάβα στον Πασά. Οι ηλικιωμένοι μεταφέρθηκαν στη θέση Γραμπέλλες, όπου το ιππικό πέρασε και τους ποδοπάτησε με τα άλογα. Τα κεφάλια τους τα έκοψαν και έστησαν με αυτά πυραμίδα σε ένα αλώνι, την οποία επεδείκνυαν ως τρόπαιο. Όλα τα βρέφη σφαγιάστηκαν και οι μανάδες τους πουλήθηκαν ως σκλάβες. Και οι 18 παπάδες που ήταν στο σπήλαιο σφαγιάστηκαν ή κάηκαν ζωντανοί, αφού πρώτα τους έκοψαν τα 3 δάκτυλα με τα οποία έκαναν το σταυρό τους. Αυτό ήταν το τέλος του δράματος του σπηλαίου της Μιλάτου[11].

Σπήλαιο Νταβέλη

Το σπήλαιο Νταβέλη ή Σπήλαιο Αμώμων ή Σπηλιά της Πεντέλης βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλαγιά της Πεντέλης στην Αττική. Η σημερινή μορφή του οφείλεται στην λατόμευση κατά την οποία προκλήθηκε κατάρρευση τμήματος της οροφής του προϋπάρχοντος φυσικού εγκοίλου και η πλήρωσή του με υλικά εξόρυξης. Η ύπαρξη στο βάθος του σπηλαίου μικρού τεχνητά διαμορφωμένου διαδρόμου που οδηγούσε σε μικρή δεξαμενή υπόγειου ύδατος, υποδεικνύει και πιθανή λατρευτική χρήση του χώρου κατά την αρχαιότητα.

Από την πρώιμη βυζαντινή εποχή μαρτυρείται στο σπήλαιο η παρουσία ασκητών, που διήρκεσε περί τα χίλια χρόνια. Με την ανέγερση στις αρχές του 11ου στην είσοδο του σπηλαίου και των παρεκκλησίων του Αγίου Σπυρίδωνα και του Αγίου Νικολάου, που σώζουν σημαντικές τοιχογραφίες του πρώτου μισού του 13ου αιώνα, ολοκληρώθηκε η μορφή του ασκητηρίου. Σήμερα τα μνημεία έχουν αναστηλωθεί και συντηρηθεί και οι τοιχογραφίες τους εκτίθενται στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών. Το σπήλαιο συνδέθηκε με τον διαβόητο λήσταρχο Νταβέλη ο οποίος φέρεται να το χρησιμοποιούσε ως ορμητήριο, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να έχει αποδειχθεί ιστορικά[12].


Σπήλαιο Χαϊνόσπηλιος

 
Σπήλαιο Χαϊνόσπηλιος, Ηράκλειο
Ο Χαϊνόσπηλιος βρίσκεται στη θέση Συκιά, 200 μέτρα έξω από τον οικισμό Καμαράκι του νομού Ηρακλείου στην Κρήτη. Είναι ένα μακρόστενο σπήλαιο με μορφή γαλαρίας που αποτελεί τμήμα της κοίτης παλαιού υπόγειου ποταμού. Έχει μήκος 200 περίπου μέτρα ενώ υπάρχει και μια παράλληλη γαλαρία μήκους 120 μέτρων, η οποία έχει πλούσιο διάκοσμο. Ο διάκοσμος στο εσωτερικό του εντυπωσιάζει τον επισκέπτη. Ογκώδεις σταλαγμιτικές στήλες ύψους πάνω από 6m, αλλά και πλήθος μικρών και μεγάλων σταλαγμιτών κοσμούν το σπήλαιο. Σε όλο σχεδόν το μήκος της οροφής του σπηλαίου είναι έντονα τα σημάδια από τη διαβρωτική δράση του νερού του αρχαίου ποταμού.
Το όνομά Χαϊνόσπηλιος το οφείλει στους Χαΐνηδες, τους Κρητικούς δηλαδή επαναστάτες, που το χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο τους (χάϊν στα Τούρκικα σημαίνει στασιαστής -  ανυπότακτος). Εκεί είχε το καταφύγιό του ο διάσημος χαΐνης Καπετάν Παλμέτης (1790-1834) από το Καμαράκι, που υπήρξε φοβερός εξολοθρευτής Τούρκων αγάδων και χρησιμοποιούσε τη σπηλιά ως κρησφύγετο. Ως καταφύγιο λειτούργησε και για τους κατοίκους της περιοχής επί Τουρκοκρατίας.
Κατά τη Μεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866-69 είχε την έδρα της εκεί η Επαναστατική Επιτροπή, καθώς και η προσωρινή κυβέρνηση της Κρήτης, που είχε οριστεί από την Γενική Συνέλευση των Κρητών το Φεβρουάριο του 1867. Τον Δεκέμβριο του 1868 οι Τούρκοι έζωσαν το σπήλαιο για να συλλάβουν τα μέλη της επιτροπής και να καταλάβουν το χωριό.Αιχμαλωτίστηκαν και σκοτώθηκαν πολλοί, χωρίς όμως και να κατορθώσουν να καταλάβουν το χωριό. Για άλλη μια φορά, στην περίοδο της Γερμανικής κατοχής ο Χαϊνόσπηλιος εξυπηρέτησε την εθνική αντίσταση, όπως συνέβη με τα περισσότερα σπήλαια της Κρήτης[13].












Βιβλιογραφία

Βασιλοπούλου Βιβή, Ο Κόσμος των Σπηλαίων, τ.4 (Αρχαιολογία και Σπήλαια), Υπουργείο Πολιτισμού, Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας, Αθήνα, 2000.

Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ.16 (Επιστήμες της Γης και του Διαστήματος), εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1994.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.Ι, ΙΑ και ΙΒ, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1970.

Θεοχάρη Δετοράκη, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο, 1990.

Διαδίκτυο

Ιστοσελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού (http://odysseus.culture.gr)
Ιστοσελίδα του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού (www.ime.gr)
Ιστοσελίδες διαφόρων σπηλαίων της χώρας




[1] Βιβή Βασιλοπούλου, Ο Κόσμος των Σπηλαίων, τ.4 (Αρχαιολογία και Σπήλαια), Υπουργείο Πολιτισμού, Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας, Αθήνα, 2000, σσ.6-7.
[2] Σπήλαιο του Αγίου Ιωάννη του Ερημίτη στο Ακρωτήρι Χανίων, σπήλαιο του Αγίου Ανδρέα του Ερημίτη στην Ακαρνανία κ.α.
[3] Σπήλαιο Νταβέλη, Μέγα Σπήλαιο, σπήλαιο Κεφαλαρίου Άργους κ.α.
[4] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.Ι, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1970, σσ.77-85. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.ΙΑ, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1970, σσ. 143-146.
[5] Ιστοσελίδα Υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=9924 (Σπήλαιο Μιλάτου). Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.ΙΒ, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1970, σ.343
[6] Βιβή Βασιλοπούλου, ο.π., σσ.12-13. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΑ, ο.π., σ.274.
[7] Ιστοσελίδα υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=9906 (Σπήλαιο Αγίου Ανδρέα).
[8]Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ, ο.π., σσ. 77, 139, 359.
Άρθρο για τη μονή Μεγάλου Σπηλαίου στη Wikipedia: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%BF%CE%BD%CE%AE_%CE%9C%CE%B5%CE%B3%CE%AC%CE%BB%CE%BF%CF%85_%CE%A3%CF%80%CE%B7%CE%BB%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%85.
[9] Ιστοσελίδα υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=9934 (Σπήλαιο Κύκλωπα).
[10] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ, ο.π., σ.343. Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ.16 (Επιστήμες της Γης και του Διαστήματος), εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1994, σ.331. Θεοχάρη Δετοράκη, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο, 1990, σ.340.
[11] Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, ο.π., σ.331. Θεοχάρη Δετοράκη, ο.π., σ.336.
[12] Ιστοσελίδα Υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=9843 (Σπήλαιο Νταβέλη)
[13] Θεοχάρη Δετοράκη, ο.π., σ.306.

Η εργασία για την Αρχαιολογία των Σπηλαίων (Προϊστορία και Αρχαιότητα)



Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης
των μαθητών της Α’ Τάξης του 53ου Γενικού Λυκείου Αθηνών
για το σχολικό έτος 2014-15 με τίτλο:

«Σπήλαια – Η αγκαλιά της Γης»



ΘΕΜΑ: Η Αρχαιολογία των Σπηλαίων
(Προϊστορία και Αρχαιότητα)


Εργασία των παρακάτω μαθητών και μαθητριών της Α’ Τάξης:

Ζησιμοπούλου Γαρυφαλλιά
Κανταράς Γιάννης
Κοντιζά Ειρήνη
Ντρέου Φερενίκη




Αθήνα 2015




Περιεχόμενα

   1.     Εισαγωγή                                                             
   2.     Οδοιπορικό στην αρχαιολογία των σπηλαίων      

  • Παλαιολιθική και Μεσολιθική Εποχή                  
  • Νεολιθική Εποχή                              
  • Εποχή του Χαλκού                                              
  • Ιστορικοί Χρόνοι                                       

   3.     Σπήλαια που παρουσιάζουν μεγάλο
αρχαιολογικό ενδιαφέρον για την
ελληνική Προϊστορία και Αρχαιότητα                      

  • Σπήλαιο Νυμφολήπτου Βάρης                        
  • Σπήλαιο Νύμφης Κορώνειας                          
  • Σπήλαιο Σαρακηνού                                       
  • Σπήλαιο Απήδημα Μάνης                               
  • Σπήλαιο Αλεπότρυπα                                              
  • Σπήλαιο Κάψια                                                        
  • Σπήλαια Κλεισούρας                                      
  • Σπήλαιο Φράγχθι                                            
  • Σπήλαιο – βραχοσκεπή Μποΐλα                      
  • Σπήλαιο Θεόπετρας                                        
  • Σπήλαιο Καμαρών                                          
  • Σπήλαιο Αρκαλοχωρίου                                 
  • Σπήλαιο Δικταίον Άντρον                              
  • Σπήλαιο Πετραλώνων                                              

   4.     Βιβλιογραφία
   5.     Υποσημειώσεις                                                    




Εισαγωγή

Η χρήση των σπηλαίων από τον άνθρωπο ξεκινά από την Παλαιολιθική εποχή και οφείλεται σε διάφορες αιτίες. Συνήθως, περισσότερες από μια κάθε φορά οδηγούσαν τους προϊστορικούς ανθρώπους ή εκείνους της αρχαιότητας στην αξιοποίηση των φυσικών εγκοίλων που εντόπιζαν στην περιοχή όπου ζούσαν προσωρινά ή μόνιμα. Οι αιτίες αυτές είναι κυρίως οι παρακάτω[1]:

1)      Περιστασιακή διαβίωση.
2)      Εποχιακή εγκατάσταση (καταλύματα κυνηγών και   
          βοσκών).
3)      Χώρος ενταφιασμού των νεκρών.
4)      Λατρευτικές ανάγκες.
5)      Αναπαράσταση φυσικών σκηνών στα τοιχώματα των 
          σπηλαίων.
6)      Παρασκευή φαγητού και θέρμανση.

Προφανώς η επιλογή του κατάλληλου σπηλαίου για μια ή περισσότερες από τις παραπάνω χρήσεις εξαρτιόταν από κομβικούς παράγοντες όπως η θέση τους σπηλαίου σε σχέση με τον οικισμό ή τους χώρους κυνηγίου, η εγγύτητα σε πόσιμο νερό, το μέγεθός τους, η προσβασιμότητα, η ασφάλεια που παρείχαν απέναντι σε κινδύνους (φυσικούς ή ανθρώπινους) και, στην περίπτωση της σύνδεσής τους με τη λατρεία ή τη μυθολογία, η εντύπωση που έκανε η μορφή τους και το μυστήριο που απέπνεαν. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα σπήλαια ταξινομούνται σύμφωνα με την κύρια δραστηριότητα που ασκείται μέσα σε αυτά και με βάση το σκοπό για τον οποίο χρησιμοποιούνται κυρίως, ενώ δεν αποκλείεται βέβαια διπλή παράλληλη χρήση τους. 



Οδοιπορικό στην αρχαιολογία των σπηλαίων

Παλαιολιθική και Μεσολιθική Εποχή (περ.700000 - 7500 π.Χ)

Η πρώτη χρήση των σπηλαίων χρονολογείται φυσικά ήδη από την παλαιολιθική εποχή, όπου ολοκληρώθηκε η εξέλιξη του ανθρώπινου είδους και σχηματίστηκαν οι πρωτόγονες κοινωνίες. Ο τρόπος με τον οποίο επιβίωναν οι άνθρωποι, τότε, αποκαλείτε θηρευτικό – τροφοσυλλεκτικό στάδιο, γιατί βασίζονταν στη συλλογή και την κατανάλωση. Σημαντικά και διάσημα σπήλαια παγκοσμίως είναι τα σπήλαια Lascaux και Chauvet στη Γαλλία και της Altamira στην Ισπανία, όπου διασώζονται θαυμάσιες βραχογραφίες με παραστάσεις κυνηγιού. Σπήλαια μεγάλης σημασίας για τις αρχαιολογικές πληροφορίες που μας δίνουν σχετικά με τη ζωή κατά την Παλαιολιθική Εποχή έχουμε και στη χώρα μας. Τέτοια είναι κυρίως τα σπήλαια Αλεπότρυπα, Απήδημα, Λακωνίς  και  «στα Καλαμάκια» της Λακωνίας, τα σπήλαια Σαρακηνό και Σεϊντί στη Βοιωτία, το σπήλαιο Φράγχθι Ερμιονίδος, το σπήλαιο Θεόπετρας στην Καλαμπάκα, το σπήλαιο Κόκκινες Πέτρες στα Πετράλωνα Χαλκιδικής, το σπήλαιο στις Πηγές του Αγγίτη και τα σπήλαια-βραχοσκεπές της Ηπείρου (Κλειδί, Μποΐλα και Μεγάλακκος). Σε όλα αυτά τα σπήλαια έχουν διενεργηθεί συστηματικές  σπηλαιολογικές, παλαιοντολογικές, παλαιοβοτανολογικές, αρχαιολογικές και παλαιοανθρωπολογικές έρευνες τα τελευταία 60 χρόνια[2].

Σε ό, τι αφορά την αρχαιολογία, σ’ αυτά τα σπήλαια βρέθηκαν ως επί το πλείστον κατάλοιπα τροφής, σκελετικά υπολείμματα ανθρώπων και ζώων, εργαλεία, όπλα για το κυνήγι και κοσμήματα από οστά και όστρεα, κάτι που μας αποδεικνύει ότι χρησίμευαν για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν. Όχι και τόσο συχνά εκείνη την εποχή συναντάμε ταφές, ενώ μοναδικό εύρημα στην Ελλάδα είναι τα αποτυπώματα ανθρώπινων παιδικών πελμάτων από το σπήλαιο της Θεόπετρας ,στην Καλαμπάκα Τρικάλων, ηλικίας 50.000 χρόνων. Βραχογραφίες με τέχνη των σπηλαίων όπως στην Δυτική Ευρώπη δεν έχουν βρεθεί ως τώρα στη χώρα μας, είτε για τυχαίους λόγους είτε διότι οι τότε άνθρωποι δεν αισθάνθηκαν αυτή την ανάγκη καλλιτεχνικής έκφρασης.

Την Παλαιολιθική Εποχή διαλέχτηκε η Μεσολιθική οπότε και από το τροφοσυλλεκτικό περνάμε σταδιακά στο παραγωγικό στάδιο που θα παγιωθεί στη Νεολιθική Εποχή. Και σε αυτή την  – σύντομη χρονολογικά –  περίοδο (περίπου 3000 χρόνια) η χρήση των σπηλαίων είναι ανάλογη καθώς ο τρόπος ζωής παρέμενε νομαδικός ή ημινομαδικός. Ως σημαντικότερα για τις πληροφορίες που μας δίνουν, αναδεικνύονται το σπήλαιο του Κύκλωπα στα Γιούρα της Αλοννήσου καθώς και το προαναφερθέν σπήλαιο Φράγχθι Ερμιονίδος στην Πελοπόννησο, χώροι στους οποίους , μετά από εκτεταμένες ανασκαφές, εντοπίζονται και τα πρώτα σαφή δείγματα μετάβασης στο παραγωγό στάδιο, δηλαδή από την Παλαιολιθική-Μεσολιθική στη Νεολιθική Εποχή[3].

 

Νεολιθική Εποχή (περ.7500 - 3200 π.Χ)

Κατά την Νεολιθική εποχή ο άνθρωπος εγκαταστάθηκε μόνιμα σε περιοχές. Εκεί άρχισε να καλλιεργεί την γη αλλά και να εκτρέφει ζώα. Έγινε δηλαδή παραγωγός της τροφής του. Τούτο σημαίνει πως  η χρήση των σπηλαίων ως βασικού ενδιαιτήματος σταδιακά υποχωρούσε εις όφελος των μόνιμων οικισμών σε καλύβες, συνήθως σε πεδινούς χώρους (π.χ. θεσσαλικός και μακεδονικός κάμπος). Εντούτοις, υπάρχουν πολλά σπήλαια στη χώρα μας που χρησιμοποιήθηκαν κατά την Νεολιθική εποχή και ιδιαίτερα την Νεότερη και Τελική Νεολιθική (4.500 – 3.200 π.Χ.), όπως είναι τα σπήλαια που προαναφέρθηκαν, αλλά και μερικά που χρησιμοποιήθηκαν από τη Νεολιθική Εποχή και ύστερα, όπως  το σπήλαιο Αλεπότρυπα Διρού και το σπήλαιο των Λιμνών στα Καλάβρυτα γύρω από το οποίο αναπτύχθηκε ένας ακμάζων νεολιθικός οικισμός[4].

Τα ευρήματα από τις ανασκαφές επιβεβαιώνουν τη χρήση τους ως μόνιμη ή προσωρινή κατοικία, ως λημέρι κυνηγών, ως αποθηκευτικό χώρο, αλλά και ως νεκροταφείο (σπήλαιο Κάψια, σπήλαιο Φράγχθι) και για την περίοδο αυτή. Ακόμη και η λατρευτική χρήση τους δεν αποκλείεται, καθώς σε κάποιες περιπτώσεις (σπήλαιο Σαρακηνού) ανεβρέθηκαν ειδώλια που φαίνεται να συνδέονται με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των ενοίκων του.  Πλέον, την πρωτοκαθεδρία είχαν τα σπήλαια που βρισκόντουσαν κοντά σε έναν νεολιθικό οικισμό τον οποίον εξυπηρετούσαν βοηθητικά, ενώ σταδιακά εγκαταλείπονταν όσα ήταν πολύ απομακρυσμένα από αυτόν.


Εποχή του Χαλκού (3.200 - 1.100 π.Χ.)
Βασικό χαρακτηριστικό της Εποχής του Χαλκού ήταν η χρήση του μετάλλου για την κατασκευή εργαλείων και όπλων. Στη συνέχεια ο πολιτισμός στον χώρο του Αιγαίου και της Ελληνικής χερσονήσου εξελίχθηκε στους λαμπρούς ανακτορικούς  πολιτισμούς των Μυκηνών και της Κρήτης. Τα σπήλαια στην Πρώιμη, Μέση και, κυρίως, την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, χρησιμοποιήθηκαν, όπως και σε παλαιότερες περιόδους, περιστασιακά για την εξυπηρέτηση των κτηνοτροφικών ή βιοτεχνικών δραστηριοτήτων των κατοίκων κοντινών οικισμών.
Παράλληλα εξακολουθούσε και η χρήση τους για ταφές (σπήλαιο των Λιμνών στην Αχαΐα). Επίσης, σε περιορισμένες περιπτώσεις, ιδίως στην μινωική Κρήτη, παρατηρούμε την αξιοποίηση των σπηλαίων για λατρευτικούς λόγους με εντυπωσιακότερα παραδείγματα τα σπήλαια Αρκαλοχωρίου και Καμαρών στο νομό Ηρακλείου, όπου οι ανασκαφείς βρήκαν υπέροχα έργα μινωικής τέχνης συνδεδεμένα σαφώς  με οργανωμένες θρησκευτικές τελετές και με τους μύθους της εποχής (π.χ. γέννηση και ανατροφή του Διός). Στην  μυκηναϊκή Ελλάδα, η χρήση των σπηλαίων για τους παραπάνω λόγους συνεχίζεται. Βέβαια, καθώς  ο τρόπος ζωής ήταν πλέον στηριγμένος στην οργανωμένη κατοίκηση σε κοινότητες και πόλεις γύρω από ανάκτορα, τα ευρήματα που έρχονται στο φως αναδεικνύουν τη χρήση των σπηλαίων κατά βάση για τις ανάγκες της θρησκευτικής λατρείας και των βιοτεχνικών δραστηριοτήτων κτηνοτροφικών πληθυσμών και πολύ λιγότερο για άλλους λόγους[5].



Ιστορικοί χρόνοι- Αρχαιότητα (1.100 π.Χ - 330 μ.Χ.)
Κατά τους ιστορικούς χρόνους η χρήση των σπηλαίων γενικά υποχωρεί, καθώς οι δραστηριότητες των ανθρώπων αναπτύσσονται σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν σε οργανωμένες κοινότητες και πόλεις. Βέβαια πολλά σπήλαια δεν εγκαταλείφθηκαν και η συστηματική χρήση τους, αν και περιορισμένη, συνεχίστηκε, ιδιαίτερα αν υπήρχε οργανωμένος οικισμός εκεί κοντά. Οι Έλληνες των ιστορικών χρόνων χρησιμοποιούσαν τα σπήλαια και τα σπηλαιώδη χάσματα κυρίως για τις λατρευτικές τους ανάγκες, όπως και κατά την Εποχή του Χαλκού, τούτη τη φορά όμως κατεξοχήν για τη λαϊκή και όχι τη δημόσια λατρεία. Τότε μάλιστα πίστευαν ότι ήταν και ένας τρόπος επικοινωνίας με τους θεούς ή μια οδός κατάβασης στον Κάτω Κόσμο, όπως ανέφεραν και τα ομηρικά Έπη.
Γι’ αυτό το λόγο συνδέθηκαν συχνά με ανάλογες θεότητες (Άδης, Περσεφόνη). Συνδέθηκαν όμως και με πολλές άλλες θεότητες, της φύσης και της βλάστησης (Παν, Νύμφες, Δήμητρα, Άρτεμις, Διόνυσος), της μαντικής (Απόλλων, Τροφώνιος) και της γονιμότητας (Ειλειθυία, Αφροδίτη). Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι σε συγκεκριμένα σπήλαια, όπως εκείνο της Νύμφης Κορώνειας στην Αγία Τριάδα Βοιωτίας και το Κωρύκειον Άντρο στον Παρνασσό, βρέθηκε μεγάλος αριθμός αστραγάλων οι οποίοι ήταν κατάλοιπα θυσίας και χρησιμοποιούνταν στην αστραγαλομαντεία . Μοναδική είναι ακόμη η περίπτωση του σπηλαίου Πιτσών Κορινθίας στο οποίο ανακαλύφθηκαν σπάνιοι ζωγραφισμένοι ξύλινοι πίνακες του 6ου αι. π.Χ. με απεικόνιση θρησκευτικών παραστάσεων[6].
Βεβαίως, τα σπήλαια εξακολουθούσαν και σε αυτή την περίοδο να χρησιμοποιούνται από τους βοσκούς, τους ψαράδες και τους κυνηγούς ως περιστασιακά ενδιαιτήματα κατά τη διάρκεια των ασχολιών τους, χρήση που συνεχίζεται συχνά και ως τις μέρες μας. Για αυτό το λόγο τα αρχαιολογικά κατάλοιπα αυτής της δραστηριότητας (εργαλείο, όπλα, οστά ζώων κτλ.) δεν λείπουν από τα αρχαιολογικά στρώματα των ιστορικών χρόνων, όπως δεν λείπουν κάποιες φορές και οι επιγραφές που μαρτυρούν τις χρήσεις του σπηλαίου, είτε για λατρευτικούς είτε για άλλους λόγους[7].





Σπήλαια που παρουσιάζουν μεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον για την ελληνική Προϊστορία και Αρχαιότητα

Ας κάνουμε μια σύντομη αναφορά σε μερικά από τα σπουδαιότερα ελληνικά σπήλαια  για τις επιστήμες της Αρχαιολογίας και της Παλαιοανθρωπολογίας, κάποια από τα οποία είναι σήμερα επισκέψιμα.

Σπήλαιο Νυμφολήπτου Βάρης

Σπήλαιο Νυμφολήπτου Βάρης, Αττικής
Βρίσκεται στη θέση Κρεμαστός Λαγός, στο λόφο Κρεβάτι του Δήμου Βάρης Αττικής, σε υψόμετρο 260μ. και βορείως των εγκαταστάσεων της Σχολής Ευελπίδων. Το σπήλαιο επισκέφθηκε για πρώτη φορά το 1765 ο περιηγητής R. Chandler και έκτοτε αποτέλεσε τόπο επίσκεψης όλων των ξένων περιηγητών που περνούσαν από την Αττική (Foucherot, Fauvel, Gell, Dodwell, Ross, Curtius, Kaupert, Leake, Byron).
Πρόκειται για σπήλαιο μείζονος αρχαιολογικής σπουδαιότητας, το οποίο διαμορφώθηκε από τον ικανότατο θηραίο λαϊκό καλλιτέχνη - γλύπτη Αρχέδημο σε άντρο των Νυμφών και του Πανός, κατά το γ' τέταρτο του 5ου αι. π.Χ. Αδιάψευστη μαρτυρία των επεμβάσεων του Αρχεδήμου αποτελούν οι επιγραφές, τα λαξεύματα και τα ανάγλυφα που σκάλισε στα τοιχώματα και το εσωτερικό του σπηλαίου (ανάμεσά τους το άγαλμα ακέφαλης ενθρόνου θεότητας, καθώς και ανθρώπινης μορφής που εικονίζει, όπως δηλώνει επιγραφή, τον ίδιο τον Αρχέδημο). Έκτοτε το σπήλαιο αποτέλεσε χώρο εντατικής άσκησης λατρείας. Εγκαταλείφθηκε ξαφνικά στα μέσα του 3ου αι. π.Χ. και άρχισε να χρησιμοποιείται πάλι από τους νεοπλατωνικούς κατά την εποχή του Ιουλιανού του Παραβάτη (τον 4ο αι. μ.Χ.) και μέχρι τα τέλη του 4ου αι. μ.Χ., οπότε σταματά οριστικά η λειτουργία του ως λατρευτικού χώρου, πιθανότατα λόγω καταστροφικής επίθεσης που δέχθηκε από τους χριστιανούς, οι οποίοι επιχείρησαν, χωρίς όμως επιτυχία, να το μετατρέψουν σε χριστιανικό ασκητήριο.
Ανασκαφική διερεύνηση διενεργήθηκε στο σπήλαιο στις αρχές του 20ου αι. από την εν Αθήναις Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, υπό την διεύθυνση του C.H. Weller. Τα ευρήματα που ήλθαν στο φως φυλάσσονται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, ενώ δύο από τα ανάγλυφα (με αριθ. ευρ. 2008 και 2011) εκτίθενται στη Συλλογή Γλυπτών του Μουσείου[8].


 Σπήλαιο Νύμφης Κορώνειας

Το σπήλαιο βρίσκεται στις ΒΑ πλαγιές του Ελικώνα, σε υψόμετρο περί τα 820 μ., στα δυτικά του χωριού Αγία Τριάδα. Ανήκει στις δολίνες και έχει επιβλητικό σχηματισμό σαν χοάνη. Εξωτερικά δημιουργεί πλάτωμα και στη δυτική πλευρά έχει τέσσερις λαξευμένες κόγχες που χρησίμευαν για την τοποθέτηση αναθημάτων υποδηλώνοντας ότι εδώ λάμβανε χώρο η λατρεία. Στη βόρεια παρειά του βυθίσματος βρίσκεται η είσοδος του σπηλαίου. Το εσωτερικό αποτελείται από μια κύρια αίθουσα με σχεδόν κατακόρυφα τοιχώματα, που στερείται λιθωματικού διακόσμου. Στην οροφή της, σε ύψος 15 μ., υπάρχει μικρό άνοιγμα από το οποίο φωτίζεται η αίθουσα. Το σπήλαιο είναι γνωστό και από αρχαίες γραπτές πηγές και συγκεκριμένα από τον Παυσανία και τον Στράβωνα. Από τα αρχαιολογικά ευρήματα προκύπτει ότι χρησιμοποιήθηκε ως ιερό αφιερωμένο στις Νύμφες. Στο ανατολικό άκρο της εισόδου υπάρχει η εγχάρακτη επιγραφή ''ΚΟΡΩΝΕΙΑ ΝΥΜΦΗ''.
Η ανασκαφή του σπηλαίου άρχισε το 1989 από την αρχαιολόγο Δρ. Βιβή Βασιλοπούλου και συνεχίζεται. Η ανασκαφική έρευνα έχει δώσει τεράστιο αριθμό ευρημάτων, σε θραύσματα τα περισσότερα, που καλύπτουν μεγάλο χρονολογικό εύρος, από την αρχαϊκή έως την υστεροελληνιστική -ρωμαϊκή περίοδο. Τα ειδώλια αποτελούν το κυρίαρχο εύρημα, από τα αρχαϊκά σανιδόμορφα έως τα ειδώλια των ελληνιστικών χρόνων. Ανώνυμα ή ''επώνυμα'', της Αφροδίτης, της Δήμητρας, του Ερμή και κυρίως του Πάνα που αντιπροσωπεύεται σε μεγάλο αριθμό και ποικιλία τύπων και σε υπέροχα δείγματα. Παράλληλα, ιδιαίτερα σημαντική είναι η κεραμική από το σπήλαιο,  κυρίως δώρα στις Λειβηθρίδες νύμφες και στη Νύμφη Κορώνεια, κατά τη μυθολογία τροφό του Διονύσου. Προϊστορική κεραμική και εργαλεία σε βαθύτερα στρώματα μαζί με επάλληλες πυρές τεκμηριώνουν χρήση του σπηλαίου και κατά την Μέση και Πρώιμη Εποχή του Χαλκού[9].


Σπήλαιο Σαρακηνού
 
Σπήλαιο Σαρακηνού, Βοιωτία
Το σπήλαιο του Σαρακηνού είναι το μεγαλύτερο σπήλαιο της Κωπαΐδας στην ανατολική Βοιωτία. Η πρώτη ανασκαφή του έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, αλλά το 1994 εντάχθηκε στο Πρόγραμμα Κωπαΐδας και ανασκάπτεται έκτοτε συστηματικά από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου και την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας Νότιας Ελλάδας. Η έρευνα αυτή δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην μελέτη της έντασης και έκτασης της χρήσης του σπηλαίου από τον άνθρωπο κατά την διάρκεια της προϊστορίας, των στρατηγικών επιβίωσης του ανθρώπου κατά περιόδους και των αιτίων που οδήγησαν στις αλλαγές αυτές, αλλά και στην ανασύσταση του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο έδρασε ο προϊστορικός άνθρωπος.
Η ανασκαφική έρευνα έδειξε ότι το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε σε όλες τις φάσεις της προϊστορίας, αρχίζοντας από τη Μέση Εποχή του Χαλκού (1800 π.Χ.) στο ανώτερο στρώμα έως την Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο (περίπου 20.000 χρόνια Π.Σ.) στο κατώτερο σημείο της επίχωσης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η Νεολιθική Περίοδος του Σαρακηνού κατά την οποία το σπήλαιο χρησιμοποιείται έντονα, από την Αρχαιότερη φάση έως τη Νεότερη (7η-4η χιλιετία π.Χ.), ακόμα και στο ύστατο τμήμα της (μέσα 4ης χιλιετίας π.Χ.), φάση που απουσιάζει από άλλες νεολιθικές θέσεις της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ο νεολιθικός πληθυσμός -που ενδεχομένως διέμενε σε ανοιχτό οικισμό στην κοντινή περιοχή, ίσως στις υπώρειες του βράχου- χρησιμοποιούσε το σπήλαιο συμπληρωματικά για οικιακές δραστηριότητες, αποθήκευση και σταυλισμό ζώων. Ωστόσο δεν αποκλείεται ότι το σπήλαιο αποτέλεσε και τόπο συμβολικό ή ακόμα και τελετουργικό, αν κρίνει κανείς από την πληθώρα των νεολιθικών ειδωλίων και των διακοσμημένων αγγείων.
Στο μεσοστάδιο μεταξύ Νεολιθικής και Παλαιολιθικής υπάρχει ένα ενδιαφέρον στρώμα που χρονολογείται στη σπάνια για τον ελλαδικό χώρο Μεσολιθική περίοδο (8η χιλιετία π.Χ.), με ενδείξεις χρήσης του σπηλαίου από απομονωμένες ομάδες κυνηγών που κατασκευάζουν εργαλεία από τον τοπικό λίθο. Ακολουθούν λεπτά στρώματα χωρίς ευρήματα, ενώ το τελευταίο λεπτό στρώμα πάνω από τον φυσικό βράχο παρουσίασε θραύσματα επεξεργασμένου εισηγμένου πυριτολίθου και οστά μικρών θηλαστικών που μπορούν να χρονολογηθούν στην ανώτερη Παλαιολιθική (20.000 χρόνια Π.Σ.)[10].


Σπήλαια Απήδημα Μάνης

Στην παράλια θέση μεταξύ των κόλπων Διρού και Λιμενίου εντοπίζεται ένα σύστημα καρστικών κοιλωμάτων διανοιγμένων στο ασβεστολιθικό μέτωπο της κρημνώδους ακτής της Δυτικής Μάνης. Πρόκειται για τέσσερα μικρά σπήλαια που βρίσκονται σε ύψος 4 μ., 9,5 μ.,18 μ. και 24 μ. αντίστοιχα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας και έχουν τα τρία πρώτα νότιο και το τέταρτο δυτικό προσανατολισμό. Η σημασία της θέσης έγκειται στον εντοπισμό και στα τέσσερα σπήλαια, στρωμάτων Μέσης και Ανώτερης Παλαιολιθικής κατοίκησης, κυρίως ανθρώπινων σκελετικών ευρημάτων, πολύ σημαντικών για την παλαιοανθρωπολογία του Ελλαδικού χώρου αλλά και την ανθρώπινη εξέλιξη στην Ευρώπη. Την ανασκαφική έρευνα διεξήγαγε το Ανθρωπολογικό Μουσείο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μεγίστης σημασίας είναι τα ανθρώπινα απολιθωμένα κρανιακά οστά από εσοχή του τοιχώματος ,που μπορούν να τοποθετηθούν χρονολογικά από 100.000 - 300.000 χρόνια π.Χ. και ταξινομούνται σε αρχαϊκές μορφές του Homo sapiens (Προ-Νεάντερταλ)[11].


Σπήλαιο Αλεπότρυπα
 
Σπήλαιο Αλεπότρυπα Διρού, Λακωνία
Το σπήλαιο Αλεπότρυπα βρίσκεται στον κόλπο του Διρού, 220 μ. ανατολικά του σπηλαίου ''Γλυφάδα'' και περίπου 20 μ. πάνω από το επίπεδο της θάλασσας. Εντοπίστηκε τυχαία από το ζεύγος Πετροχείλου το 1958 και είναι από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα σπήλαια της Μάνης. Είναι μεγάλο επίμηκες σπήλαιο με ευρύχωρες αίθουσες και πολυδαίδαλους διαδρόμους, συνολικού μήκους 280 μ. Στο βάθος της μεγαλύτερης αίθουσας, βρίσκεται λίμνη με καθαρό πόσιμο νερό. Η ανασκαφική έρευνα στο σπήλαιο άρχισε το 1970 από τον Γ. Παπαθανασόπουλο και έφερε στο φως ευρήματα που πιστοποιούν τη χρήση του σπηλαίου από τον άνθρωπο κατά τη Νεώτερη και Τελική Νεολιθική Εποχή (έως το 3200 π.Χ., περίπου).
Τα άριστης κατασκευής εργαλεία και όπλα από οψιανό, από λίθο και κόκαλο, η εξαίρετη ανάγλυφη και γραπτή κεραμική, τα σύνεργα υφαντικής (οστέινες βελόνες και  πήλινα σφοντύλια), τα κοσμήματα, τα  ειδώλια, αλλά και το άφθονο σκελετικό υλικό των θηραμάτων, μαζί με τις πυρές, τις εστίες, τους λάκκους αποθήκευσης τροφίμων, αλλά και τις διάφορες λιθόκτιστες κατασκευές δηλώνουν τον πλούτο, την έκταση, την πυκνότητα, τη ζωντάνια και το υψηλό επίπεδο ζωής της νεολιθικής κοινότητας του Διρού.
Στα 3200 π.Χ. ένας τρομακτικός σεισμός διέκοψε τη ζωή στο σπήλαιο. Όσοι κάτοικοί του εγκλωβίστηκαν σε αυτό πέθαναν λίγο αργότερο από την πείνα. Έτσι εξηγούνται οι διάσπαρτοι σκελετοί άταφων νεκρών σε όλη του την έκταση. Σε επιμήκη κόγχη του σπηλαίου βρέθηκε οστεοφυλάκιο με δεκατέσσερα κρανία χωρίς τις κάτω σιαγώνες τους, τοποθετημένα σχεδόν όλα όρθια. Φαίνεται ότι η ανακομιδή ήταν ομαδική και έγινε σε συγκεκριμένη στιγμή που επέλεξε η κοινότητα του σπηλαίου. Από αυτά αποδεικνύεται ότι ο χώρος χρησιμοποιούταν ως χώρος ταφής αλλά και λατρείας των νεκρών. Υπάρχουν στοιχεία, που δείχνουν ότι χρόνια μετά την ταφή των νεκρών γινόταν συλλογή των οστών και φύλαξη μόνο του κρανίου τους. Από τα παραπάνω συνάγεται η συνεχής χρήση του σπηλαίου ως κατοικία, αποθήκη αγαθών, εργαστήριο οικιακών δραστηριοτήτων και χώρος ταφής[12].


Σπήλαιο Κάψια
 
Σπήλαιο Κάψια, Αρκαδία
Το σπήλαιο «Κάψια» βρίσκεται στο νομό Αρκαδίας σε απόσταση 1,5 χλμ. από τον ομώνυμο οικισμό. Αποτελεί τμήμα ενός συστήματος ενεργών και μη ενεργών καταβοθρών, που αποστράγγιζαν τη λεκάνη της Μαντίνειας. Μπροστά από την είσοδό του αναπτύσσονται τρεις καταβόθρες, τις οποίες περικλείει πέτρινο φράγμα ημικυκλικού σχήματος. Όταν οι καταβόθρες έφραζαν, το σπήλαιο πλημμύριζε, όπως αποδεικνύουν ίχνη παλαιάς πλημμύρας στα τοιχώματά του.
Διαθέτει πλούσιο σταλαγμιτικό διάκοσμο με σπάνιους χρωματισμούς. Πέρα όμως από τη φυσική ομορφιά του είναι γνωστό και για τα αρχαιολογικά του ευρήματα. Χρησιμοποιήθηκε κατά τη Νεολιθική Περίοδο (6.500/6.000-3.000 π.Χ.), τα ελληνιστικά χρόνια (323 - 146 π.Χ) και το διάστημα 4ου - 6ου μ.Χ. αιώνα. Τα νεολιθικά ευρήματα περιορίζονται στο χώρο της φυσικής στενόμακρης εισόδου, ενώ τα ευρήματα από τις υπόλοιπες περιόδους εντοπίζονται στις κεντρικές αίθουσες του σπηλαίου. Αυτό όμως που εντυπωσιάζει είναι το πλήθος ανθρώπινων σκελετών (περίπου 50). Φαίνεται ότι ο πληθυσμός αποτελείτο από άτομα και των δύο φύλων και διαφόρων ηλικιών (από βρέφος 5-10 μηνών μέχρι και ενήλικες  50 ετών περίπου).
Η πρώτη ερμηνεία για το πλήθος των ανθρώπινων σκελετών απέδιδε το γεγονός σε βίαιο πνιγμό (λόγω της πλημμύρας) ανθρώπων που είχαν καταφύγει στο εσωτερικό του σπηλαίου. Συστηματική μελέτη όμως των σκελετικών ευρημάτων ανατρέπει την άποψη αυτή και υποστηρίζει ότι το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε μάλλον ως χώρος ταφής και λατρείας των νεκρών. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή εντός του σπηλαίου γίνονταν ταφές και ανακομιδές οστών, τα οποία εναποτίθεντο με τελετουργικό τρόπο σε διάφορα μέρη του σπηλαίου, και κυρίως σε εσοχές[13].


Σπήλαια Κλεισούρας

Κλεισούρα καλείται το φαράγγι Μπερμπάτι, το οποίο βρίσκεται στην ΒΑ άκρη του αργολικού πεδίου και ενώνει το αργολικό πεδίο με το πεδίο των Λιμνών. Εντός του φαραγγιού έχουν εντοπισθεί μετά από έρευνα κλιμακίου της ΕΠΣΝΕ περισσότερα από 36 σπήλαια και βραχοσκεπές εννέα εκ των οποίων διασώζουν αρχαιολογικά κατάλοιπα. Η κυριότερη θέση είναι το σπήλαιο Κλεισούρα 1, στο οποίο διενεργήθηκε ανασκαφή από την ΕΠΣ ΝΕ υπό τη διεύθυνση της κ. Μ. Κουμουζέλη σε συνεργασία με το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου της Κρακοβίας (Jagiellonian University). Βρίσκεται στην είσοδο του φαραγγιού Μπερμπάτι, και απέχει 4χλμ. από το ομώνυμο χωριό, που ονομάζεται και Πρόσυμνα,  και 7χλμ. από τον αρχαιολογικό χώρο των Μυκηνών. Διασώζει τη βαθύτερη ακολουθία αρχαιολογικών στρωμάτων στην Αργολίδα που χρονολογούνται από τη Μέση Παλαιολιθική έως τη Νεολιθική εποχή.
Η αρχαιότερη μέχρι σήμερα χρονολόγηση τοποθετεί την έναρξη της χρήσης του σπηλαίου ήδη στα 100.000 έτη Πριν από Σήμερα. Τα ευρήματα είναι πλούσια και περιλαμβάνουν λίθινα αποκρούσματα παλαιολιθικής και μεσολιθικής περιόδου, νεολιθική κεραμική, οστά ζώων και μαλακίων, φυτικά κατάλοιπα: σπόρους, γύρη, φυτόλιθους, ξυλάνθρακα και κατασκευασμένες εστίες από πηλό που χρησιμοποιούνταν για καύση και παρασκευή τροφής. Οι τελευταίες εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου. Ανασκάφθηκε επίσης μικρή, οριοθετημένη με πέτρες, κυκλική κατασκευή που παραπέμπει σε καλύβα, στο δάπεδο της οποίας εντοπίσθηκαν ίχνη από οργανικά κατάλοιπα και χάντρες από διάτρητα όστρεα[14].


Σπήλαιο Φράγχθι
 
Σπήλαιο Φράγχθι Ερμιονίδος, Αργολίδα
To σπήλαιο Φράγχθι βρίσκεται στη Ν.Δ. Αργολίδα, στη βόρεια ακτή του κόλπου της Κοιλάδας. Αρχαιολογικές έρευνες στον χώρο διενεργήθηκαν μεταξύ 1969-1979 από το Πανεπιστήμιο Ιντιάνα, υπό την αιγίδα της Αμερικάνικης Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα. Κατοικήθηκε κυρίως κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική (40.000-10.000 π.Χ.), τη Μεσολιθική (10.000-7.500 π.Χ.) και τη Νεολιθική περίοδο (7.500-3.000π.Χ.). Στην Παλαιολιθική και Μεσολιθική το Φράγχθι υπήρξε καταφύγιο μετακινούμενων κυνηγών, τροφοσυλλεκτών και ψαράδων, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν για τις καθημερινές τους ανάγκες εργαλεία φτιαγμένα από σκληρές και αιχμηρές πέτρες, όπως ο πυριτόλιθος και ο οψιανός. Η Μεσολιθική είναι ιδιαίτερα σημαντική για την ιστορία του σπηλαίου και όλης της Ελλάδας καθώς οι ανασκαφές στο σπήλαιο αποκάλυψαν πως τότε πραγματοποιούνται οι πρώτοι ενταφιασμοί και τα ταξίδια ανοιχτής θαλάσσης για πρώτη φορά στη Μεσόγειο.
Στη Νεολιθική, η κατοίκηση επεκτάθηκε εκτός του σπηλαίου, στον παρακείμενο υπαίθριο χώρο. Σπήλαιο και υπαίθριος χώρος αποτέλεσαν το χώρο δραστηριοτήτων μιας κοινότητας γεωργών και κτηνοτρόφων, η οποία διατηρούσε επαφές με πολλές περιοχές του νοτίου Αιγαίου. Για την εξυπηρέτηση των καθημερινών τους αναγκών, οι κάτοικοι είχαν διαμορφώσει το εσωτερικό του σπηλαίου σε επιμέρους χώρους χρήσης, κάποιοι από τους οποίους περιείχαν λιθόστρωτα δάπεδα ή εστίες φωτιάς. Στον υπαίθριο χώρο, τα σπίτια τους ήταν απλές κατασκευές με λίθινη θεμελίωση, δάπεδα από πατημένο πηλό και τοίχους σοβατισμένους για μόνωση και καθαριότητα. Τόσο το σπήλαιο όσο και ο υπαίθριος χώρος χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς και ως τόποι ενταφιασμού. Μία από τις καινοτομίες της περιόδου είναι η κατασκευή αγγείων και ειδωλίων από ψημένο πηλό. Όπως οι προκάτοχοί τους, έτσι και οι Νεολιθικοί κάτοικοι του σπηλαίου φρόντιζαν για τον καλλωπισμό τους φτιάχνοντας κοσμήματα από απλά φυσικά υλικά, όπως τα θαλάσσια κοχύλια[15].


Σπήλαιο – βραχοσκεπή Μποΐλα

Η βραχοσκεπή Μποΐλα βρίσκεται στην Ήπειρο, στο δυτικό άκρο της κοιλάδας του ποταμού Bοϊδομάτη (φαράγγι του Bίκου) και σε υψόμετρο 500 μέτρων περίπου. Σήμερα η βραχοσκεπή έχει μορφή επιμήκη και αβαθή, με διαστάσεις 17Χ5 μέτρα. Η συστηματική ανασκαφική έρευνα περίπου του 1/3 του δαπέδου της βραχοσκεπής, ανάγει τη χρήση της στην τελευταία παγετώδη περίοδο. H γεωλογική αυτή περίοδος αντιστοιχεί στην Τελική Ανώτερη Παλαιολιθική (Eπιγκραβέττια πολιτισμική φάση). Mέσα σε επιχώσεις πάχους περίπου 80 εκατοστών βρέθηκαν εστίες, λίθινα, οστέινα και κεράτινα τέχνεργα, φυτικά κατάλοιπα και οστά ζώων. Aυτά συντελούν στην αποκατάσταση της οικονομικής συμπεριφοράς των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών στην κοιλάδα του Bοϊδομάτη στο χρονικό διάστημα 14.000-10.000 πριν από σήμερα. Μόλις κατά τη μετάβαση από το Πλειστόκαινο στο Ολόκαινο φαίνεται ότι η Μποΐλα διαδραματίζει σημαντικό οικονομικό ρόλο στην κοιλάδα του Βοϊδομάτη[16].


Σπήλαιο Θεόπετρας
 
Σπήλαιο Θεόπετρας, Τρίκαλα
Το σπήλαιο Θεόπετρας βρίσκεται περίπου 4 χλμ έξω από την Καλαμπάκα και έχει είσοδο αψιδωτή, διαστάσεων 17 x 3 μ περίπου. Το εσωτερικό του αποτελείται από μια κύρια αίθουσα 500 τ.μ. περίπου με μικρές κόγχες στην περιφέρεια. Ο σχηματισμός του ασβεστολιθικού βράχου της Θεόπετρας τοποθετείται στην ανώτερη Κρητιδική περίοδο (137.000.000 - 65.000.000 χρόνια από σήμερα). Το σπήλαιο άρχισε να κατοικείται κατά τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή (η οποία αρχίζει περίπου πριν 130.000 χρόνια).
Το σπήλαιο αυτό είναι το μόνο μέχρι στιγμής σε όλη την Ελλάδα με συνεχείς ανθρωπογενείς επιχώσεις που ξεκινούν από τη Μέση Παλαιολιθική Εποχή και φθάνουν μέχρι το τέλος της Νεολιθικής (3000 π.Χ.). Η σημασία της χρονολογικής αυτής συνέχειας έγκειται στο γεγονός ότι για πρώτη φορά μπορούμε στον ελλαδικό χώρο να δούμε τη μετάβαση από τον Παλαιολιθικό στο Νεολιθικό τρόπο ζωής. Μεταξύ άλλων, στο σπήλαιο βρέθηκαν λίθινα εργαλεία Παλαιολιθικής - Μεσολιθικής και Νεολιθικής Εποχής, κεραμικά ευρήματα Νεολιθικά, οστέινα εργαλεία, κοσμήματα από όστρεο, ένα μοναδικό για τον ελλαδικό χώρο χρυσό κόσμημα της Παλαιολιθικής περιόδου, καθώς και τα περίφημα ανθρώπινα αποτυπώματα της Θεόπετρας που χρονολογούνται τουλάχιστο στα 50.000 χρόνια πριν από σήμερα και αποτελούν σπανιότατο εύρημα όχι μόνο για τον ελλαδικό αλλά και για τον ευρωπαϊκό χώρο. Η ανασκαφή ξεκίνησε το 1987 από την αρχαιολόγο Αικατερίνη Κυπαρίσση-Αποστολίκα και συνεχίστηκε μέχρι και το 2005 οπότε και ξεκίνησαν τα έργα για την ανάπλαση και ανάδειξη του σπηλαίου[17].


Σπήλαιο Καμαρών
 
Σπήλαιο Καμαρών Ψηλορείτη, Ηράκλειο
Το σπήλαιο των Καμαρών, γνωστό κι ως Καμαραϊκό Σπήλαιο, βρίσκεται στους νότιους πρόποδες του Ψηλορείτη. Πιο συγκεκριμένα, βρίσκεται στις πλαγιές του όρους Σωρός, σε υψόμετρο 1700μ. και βορειοανατολικά του χωριού Καμάρες. Δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό από σπηλαιολογική σκοπιά, ωστόσο τα μινωϊκά ευρήματα που βρέθηκαν στο σπήλαιο κάνουν το σπήλαιο ένα πολύ σημαντικό αρχαιολογικό χώρο. Στο σπήλαιο βρέθηκαν αγγεία του πρωτοανακτορικού ρυθμού του 2.000 π.Χ., τα οποία χρησιμοποιήθηκαν, πιθανόν από τους κατοίκους της Φαιστού, για σπονδές προς μινωική θεότητα. Πρόκειται για αγγεία εξαιρετικής τέχνης με πολύ λεπτά τοιχώματα (ωοκέλυφα), πολύχρωμη διακόσμηση και εκπληκτικά σχέδια[18]


Σπήλαιο Αρκαλοχωρίου
 
Σπήλαιο Αρκαλοχωρίου, Ηράκλειο
Το σπήλαιο του Αρκαλοχωρίου, γνωστό κι ως Ιερό Σπήλαιο, βρίσκεται νοτιοδυτικά του ομώνυμου χωριού. Η οροφή του μεγάλου σπηλαίου κατέρρευσε γύρω στα 1500 π.Χ. Από ορισμένους αρχαιολόγους η κατάρρευση αποδόθηκε σε σεισμό η την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης. Από αρχαιολογική άποψη το σπήλαιο είναι από τα πλέον αξιόλογα της Κρήτης. Υπήρξε κέντρο λατρείας με μεγάλο αριθμό επισκεπτών και αφιερωμάτων, τα οποία με τις ανασκαφές ήρθαν στο φώς. Η πρώτη ανασκαφή έγινε από τον Ιωσήφ Χατζηδάκη το 1912.
Συστηματικές ανασκαφές έγιναν το 1934-35 από τους αρχαιολόγους Σπ. Μαρινάτο και Νικ. Πλάτωνα και βρέθηκαν πολλά αντικείμενα, κυρίως διπλοί χρυσοί πέλεκεις. Από τα ξίφη το μεγαλύτερο έχει μήκος 1μ. και 5 εκατοστά και είναι το μακρύτερο χάλκινο ξίφος της Προϊστορικής Ελλάδας. Πολλοί από τους πέλεκεις και τα ξίφη είναι εγχάρακτοι, ένας μάλιστα χάλκινος πέλεκυς φέρει ιερογλυφική γραφή με 15 σύμβολα. Άλλος φέρει μινωική επιγραφή με Γραμμική Γραφή Α΄. Από το Σπύρο Μαρινάτο υποστηρίχθηκε ότι το σπήλαιο ήταν κέντρο λατρείας από το 2.500 π.Χ., πιθανόν πολεμικής θεότητας αφού τα αφιερώματα ήταν κυρίως όπλα. Επίσης, ο Μαρινάτος υποστήριξε ότι το σπήλαιο του Αρκαλοχωρίου είναι η μυθική θέση που η θεά Ρέα γέννησε το Δία[19].


Σπήλαιο Δικταίον Άντρον ή Σπήλαιο Ψυχρού
 
Σπήλαιο Δικταίον Άντρο, Ηράκλειο
Το επιβλητικό σπήλαιο του Δία, το Δικταίον Άντρον, βρίσκεται σε υψόμετρο 1025m. Στο βάθος, αριστερά, υπάρχει μικρός θάλαμος 10m x 5.5m, το «λίκνον του Δία», μέσα στο οποίο ο μύθος θέλει να γεννήθηκε ο Δίας. Προς τα δεξιά αναπτύσσεται άλλος μεγαλύτερος θάλαμος ο οποίος χωρίζεται σε δυο τμήματα από μεγάλες στήλες. Στο πρώτο τμήμα, βρίσκεται μια λίμνη η οποία έχει νερό όλη τη χρονιά. Στο δεύτερο τμήμα βρίσκεται ένας μεγάλος και πολύ θεαματικός αναδιπλούμενος σταλακτίτης, που ονομάζεται «μανδύας του Δία». Όλο το εσωτερικό της αίθουσας έχει εντυπωσιακό διάκοσμο με μεγάλες στήλες, σταλαγμίτες, σταλακτίτες και παραπετάσματα.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, κάτοικοι της περιοχής, κυρίως βοσκοί και κυνηγοί ανακάλυψαν στο σπήλαιο πολλά αρχαιολογικά αντικείμενα. Βρέθηκαν αντικείμενα από τα νεολιθικά, μινωικά, υπομινωικά, γεωμετρικά, αρχαϊκά, κλασικά, ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, αναδεικνύοντας την μακροχρόνια χρήση του σπηλαίου. Το σπήλαιο φαίνεται ότι έχει χρησιμοποιηθεί ως τόπος κατοικίας και ταφών από το 2800 π.Χ. Φαίνεται ότι περίπου το 2000πΧ το Δικταίον Άντρον έγινε τόπος λατρείας.
Σε ανασκαφές μέχρι 2m βάθος, βρέθηκαν στρώματα προσφορών και ειδών λατρείας, όπως λίθινων τραπεζών προσφορών με επιγραφή της Γραμμικής Γραφής Α’, μικρά κύπελλα, φρουτιέρες, διπλοί μπρούτζινοι πέλεκεις με τη λίθινη βάση τους, πόδες πέτρινων λυχνιών, όστρακα βάζων με ζωγραφιές, πήλινα καμαραϊκά αγγεία, χάλκινα ειδώλια που παριστάνονται λάτρεις, ομοιώματα ζώων, λάμες ξιφών, μαχαιρίδια, ξιφίδια και αναθηματικά όπλα.
Η αφθονία των όπλων και ξιφών που βρέθηκαν στο σπήλαιο θα μπορούσε να οδηγήσει στη σκέψη ότι σε αυτό λατρευόταν πολεμική θεότητα. Οι περισσότεροι μελετητές ταυτίζουν το σπήλαιο Ψυχρού με το γνωστό από την Μυθολογία Δικταίον Αντρον, όπως το αναφέρει ο Ησίοδος, όπου γεννήθηκε και ανατράφηκε ο Δίας με την βοήθεια της Αμάλθειας και των Κουρητών. Το ίδιο σπήλαιο συνδέθηκε με ιστορίες όπως του μάντη Επιμενίδη που «κοιμόταν» εδώ, την ένωση του Δία με την Ευρώπη και τη γέννηση του Μίνωα, τις Άρπυιες κ.α.[20]


Σπήλαιο Πετραλώνων

Σπήλαιο Πετραλώνων, Χαλκιδική

Το σπήλαιο Πετραλώνων ή «Κόκκινων Πετρών» ανοίγεται στους δυτικούς πρόποδες του όρους Κατσίκα. Σχηματισμένο πριν από ένα και πλέον εκατομμύριο χρόνια μέσα στους ασβεστόλιθους του Άνω Ιουρασικού, έχει έκταση περίπου 10.000τ.μ., με μεγάλες αίθουσες κατάκοσμες από πολύχρωμους σταλαγμιτικούς σχηματισμούς.
Το σπήλαιο ανακαλύφθηκε το 1959 από κατοίκους του χωριού που βρήκαν στο εσωτερικό του πολλά απολιθωμένα οστά ζώων. Το 1960 βρέθηκε ένα ανθρώπινο κρανίο. Πρόκειται για το αρχαιότερο ανθρώπινο λείψανο που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα στον ελλαδικό χώρο, το οποίο ανήκει σε πρώιμο μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στον Homo erectus και τον αρχαϊκό Homo sapiens, ιδιαίτερα σημαντικό για τη μελέτη της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους καθώς και για την παρουσία του στην ευρωπαϊκή ήπειρο, χρονολογούμενο από 700.000 ως 250.000 χρόνια Π.Σ.
Ανασκαφές που διενεργήθηκαν στο εσωτερικό του σπηλαίου, απέδωσαν πολυάριθμα ευρήματα της Παλαιολιθικής Εποχής, τα οποία χρονολογούνται από το Μέσο Πλειστόκαινο, περίπου πριν από 700.000 - 300.000 χρόνια. Πρόκειται δηλαδή, για μια από τις αρχαιότερες αρχαιολογικές θέσεις της Ευρώπης. Το σπήλαιο χρησίμευε τότε ως καταφύγιο ανθρώπων, αλλά και σαρκοβόρων ζώων. Από τη δραστηριότητα των παλαιολιθικών ενοίκων του έχουν διασωθεί κυρίως οστά από τα διατροφικά τους κατάλοιπα, τα οποία μαρτυρούν τις κυνηγετικές τους πρακτικές και τις διατροφικές τους συνήθειες, καθώς και τα λίθινα εργαλεία τους, μαρτυρίες της τεχνολογίας και του πολιτισμού τους[21].










Βιβλιογραφία

Βασιλοπούλου Βιβή, Ο Κόσμος των Σπηλαίων, τ.4 (Αρχαιολογία και Σπήλαια), Υπουργείο Πολιτισμού, Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας, Αθήνα, 2000.

Coulson William και Βογκέικωφ Ναταλία, «Η συμβολή των αμερικανών αρχαιολόγων στη μελέτη της Παλαιολιθικής Αρχαιολογίας στην Ελλάδα», περ. Αρχαιολογία και Τέχνες, τ.60 (Ιούλιος-Αύγουστος Σεπτέμβριος), 1996.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.Α και Β, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1970.

Κοτζαμποπούλου Ελένη κ.α., «Η παλαιολιθική έρευνα στην Μποΐλα», περ. Αρχαιολογία και Τέχνες, τ.60 (Ιούλιος-Αύγουστος Σεπτέμβριος), 1996, σσ.31-35.

Κουμουζέλη Μαργαρίτα και Kozlowski Janush, «Οι προϊστορικές θέσεις στο φαράγγι της Κλεισούρας», περ. Αρχαιολογία και Τέχνες, τ.60 (Ιούλιος-Αύγουστος Σεπτέμβριος), 1996.

Κυπαρίσση-Αποστολίκα Νίνα, «Σπήλαιο Θεόπετρας: Οι παλαιολιθικές επιχώσεις», περ. Αρχαιολογία και Τέχνες, τ.60 (Ιούλιος-Αύγουστος Σεπτέμβριος), 1996, σσ.37-41.

Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, «Αρκαλοχώρι», τ.3, Αθήνα, 1979.

Ντάρλας Αντρέας, «Το σπήλαιο “Στα Καλαμάκια” Αρεόπολης Μάνης», περ. Αρχαιολογία και Τέχνες, τ.60 (Ιούλιος-Αύγουστος Σεπτέμβριος), 1996.

Πίτσιος Θεόδωρος, «Ο Ταινάριος Άνθρωπος», περ. Αρχαιολογία και Τέχνες, τ.60 (Ιούλιος-Αύγουστος Σεπτέμβριος), 1996.

Πουλιανός Άρης, «Η Παλαιολιθική Εποχή στη Μακεδονία», περ. Αρχαιολογία και Τέχνες, τ.60 (Ιούλιος-Αύγουστος Σεπτέμβριος), 1996.

Σάμψων Αδαμάντιος, «Παλαιολιθικές θέσεις την Εύβοια και τις Βόρειες Σποράδες», περ. Αρχαιολογία και Τέχνες, τ.60 (Ιούλιος-Αύγουστος Σεπτέμβριος), 1996.


Διαδίκτυο

Ιστοσελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού (http://odysseus.culture.gr)
Ιστοσελίδα του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού (www.ime.gr)
Ιστοσελίδες διαφόρων σπηλαίων της χώρας



[1] Βιβή Βασιλοπούλου, Ο Κόσμος των Σπηλαίων, τ.4 (Αρχαιολογία και Σπήλαια), Υπουργείο Πολιτισμού, Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας, Αθήνα, 2000, σ.5.
[2] Βιβή Βασιλοπούλου, ο.π., σσ.6-7. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.Α, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1970, σσ. 17, 36-39, 44. Κατερίνα Τρανταλίδου, «Πηγές του Αγγίτη», περ. Αρχαιολογία και Τέχνες, τ.60 (Ιούλιος-Αύγουστος Σεπτέμβριος), 1996, σσ.19-23. Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ.16 (Επιστήμες της Γης και του Διαστήματος), εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1994 σσ.327-331. Ελένη Κοτζαμποπούλου κ.α., «Η παλαιολιθική έρευνα στην Μποΐλα», περ. Αρχαιολογία και Τέχνες, τ.60 (Ιούλιος-Αύγουστος Σεπτέμβριος), 1996, σσ.31-35. Νίνα Κυπαρίσση-Αποστολίκα, «Σπήλαιο Θεόπετρας: Οι παλαιολιθικές επιχώσεις», περ. Αρχαιολογία και Τέχνες, τ.60 (Ιούλιος-Αύγουστος Σεπτέμβριος), 1996, σσ.37-41. Αντρέας Ντάρλας, «Το σπήλαιο “Στα Καλαμάκια” Αρεόπολης Μάνης», περ. Αρχαιολογία και Τέχνες, τ.60 (Ιούλιος-Αύγουστος Σεπτέμβριος), 1996, σσ.63-65. William Coulson και Ναταλία Βογκέικωφ, «Η συμβολή των αμερικανών αρχαιολόγων στη μελέτη της Παλαιολιθικής Αρχαιολογίας στην Ελλάδα», περ. Αρχαιολογία και Τέχνες, τ.60 (Ιούλιος-Αύγουστος Σεπτέμβριος), 1996, σσ.25-29. Αδαμάντιος Σάμψων, «Παλαιολιθικές θέσεις την Εύβοια και τις Βόρειες Σποράδες», περ. Αρχαιολογία και Τέχνες, τ.60 (Ιούλιος-Αύγουστος Σεπτέμβριος), 1996, σσ.51-56.
[3] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ο.π., σσ. 45-46.
[4] Βιβή Βασιλοπούλου, ο.π., σσ.7-8. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ο.π., σσ. 68, 82-83.
[5] Βιβή Βασιλοπούλου, ο.π., σσ.8-9. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ο.π., σσ. 45-46, 154, 205, 223-4.
[6] Βιβή Βασιλοπούλου, ο.π., σσ.9-12. Ιστοσελίδα υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=9881 (Σπήλαιο Πιτσών Κορινθίας).
[7] Βιβή Βασιλοπούλου, ο.π., σ.11. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.Β, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1970, σσ.68-69.
[8] Ιστοσελίδα υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=9841 (Σπήλαιο Νυμφολήπτου Βάρης).
[9] Ιστοσελίδα υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=1619 (Σπήλαιο Νύμφης Κορώνειας).
[10] Ιστοσελίδα υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=1621 (Σπήλαιο Σαρακηνού)
[11] Θεόδωρος Πίτσιος, «Ο Ταινάριος Άνθρωπος», περ. Αρχαιολογία και Τέχνες, τ.60 (Ιούλιος-Αύγουστος Σεπτέμβριος), 1996, σσ.68-72. Ιστοσελίδα υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=9904 (Σπήλαια Απήδημα).
[12] Ιστοσελίδα υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=1613 (Σπήλαιο Αλεπότρυπα).
[13] Ιστοσελίδα υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=9903 (Σπήλαιο Κάψια).
[14] Μαργαρίτα Κουμουζέλη και Janush Kozlowski, «Οι προϊστορικές θέσεις στο φαράγγι της Κλεισούρας», περ. Αρχαιολογία και Τέχνες, τ.60 (Ιούλιος-Αύγουστος Σεπτέμβριος), 1996, σσ.58-62. Ιστοσελίδα υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=9901 (Σπήλαια Κλεισούρας).
[15] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ο.π., σσ. 45-46. William Coulson και Ναταλία Βογκέικωφ, ο.π., σ.26. Ιστοσελίδα υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=16841 (Σπήλαιο Φράγχθι).
[16] Ελένη Κοτζαμποπούλου κ.α., ο.π., σσ.31-35. Ιστοσελίδα Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού: http://www.ime.gr/chronos/01/gr/pl/housing/boilafr.html.
[17] Νίνα Κυπαρίσση-Αποστολίκα, ο.π., σσ.37-41. Ιστοσελίδα υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=1616 (Σπήλαιο Θεόπετρας)
[18] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ο.π., σσ. 155-157.
[19] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ο.π., σσ. 205, 223-4.
Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, «Αρκαλοχώρι», τ.3, Αθήνα, 1979, σ.600.
[20] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ο.π., σσ. 45-46.
[21] Ιστοσελίδα υπουργείου Πολιτισμού: http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=1406 (Σπήλαιο Πετραλώνων). Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ.16 (Επιστήμες της Γης και του Διαστήματος), εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1994 σσ.274, 327. Άρης Πουλιανός, «Η Παλαιολιθική Εποχή στη Μακεδονία», περ. Αρχαιολογία και Τέχνες, τ.60 (Ιούλιος-Αύγουστος Σεπτέμβριος), 1996, σσ.17-18.